-
1 κατ-ουρίζω
κατ-ουρίζω, zum Ziel hintreiben, von günstigem Fahrwinde; Soph. Trach. 824 intraus., τάδ' ὀρϑῶς ἔμπεδα κατουρίζει, gehol. ἀσφαλῶς ἀποβαίνει.
-
2 κατουριζω
досл. = κατουρόω См. κατουροω, перен. успешно протекатьτάδ΄ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει Soph. — (предсказание) это нерушимо сбывается
-
3 κατουρίζω
A bring into port with a fair wind, metaph., bring safe to port, bring to fulfilment, τάδ' ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει (sc. the oracle), or (as others) intr., these things come to fulfilment, S. Tr. 827 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατουρίζω
См. также в других словарях:
κατουρίζω — (Α) 1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο 2. φέρω κάτι σε ευτυχές τέλος («τάδ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει», Σοφ.) 3. (Ησύχ.) χρησιμοποιώ όλα τα καραβόσχοινα, δεν παραμελώ τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐρίζω «μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο» (<… … Dictionary of Greek